σκούνα

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

η, Ν
ναυτ. κοινή ονομασία τών ιστιοφόρων πλοίων που είναι γνωστά ως πάρωνες, κν. μπρίκια, ή μυοπάρωνες, κν. γολετόμπρικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scuna].