σκρόφα

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. μεγάλο θηλυκό γουρούνι, γουρούνα
2. ζωολ. κοινή ονομασία είδους του ψαριού σκόρπαινα
3. μτφ. α) πόρνη, γυναίκα που ζει από την πορνεία
β) συνεκδ. γυναίκα ξεπεσμένη ηθικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofa].