σκυφισμός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek (Liddell-Scott)
σκυφισμός: ὁ, ἐγχείρησις ἰατρικὴ ἢ χειρουργία πρὸς ἀνακούφισιν τοῦ ὀφθαλμοῦ, Boiss. Ἀνέκδ. 1. 230.
Greek Monolingual
ὁ, Α σκύφος
χειρουργική επέμβαση στον οφθαλμό.