σκυφισμός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek (Liddell-Scott)

σκυφισμός: ὁ, ἐγχείρησις ἰατρικὴ ἢ χειρουργία πρὸς ἀνακούφισιν τοῦ ὀφθαλμοῦ, Boiss. Ἀνέκδ. 1. 230.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκύφος
χειρουργική επέμβαση στον οφθαλμό.