σμαραγδένιος
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. φτειαγμένος ή στολισμένος με σμάραγδο
2. αυτός που έχει το χρώμα του σμαράγδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + κατάλ. -ένιος (πρβλ. διαμαντένιος)].