σοδομιστής

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ομοφυλόφιλος, ιδίως ο παιδεραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + -ιστής].