σοδομία

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
1. κάθε ομοφυλοφιλική πρακτική μεταξύ ανδρών ιδίως η παιδεραστία
2. η πρωκτική συνουσία
3. η κτηνοβασία
4. κάθε άλλη σεξουαλική απόκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σόδομα].