σουλτανίνα

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

η, Ν σουλτάνα
εκλεκτή ποικιλία αμπελιού και σταφυλιού, καθώς και η παραγόμενη από αυτό ανοιχτόχρωμη σταφίδα, αλλ. ξανθή σταφίδα και κν. ραζακιά ή ροζακία.