σουμάδα

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

η, Ν
αναψυκτικό ποτό από γαλάκτωμα αμυγδάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ινδ. soma «είδος ποτού» + κατάλ. -άδα (Ι), πρβλ. λεμονάδα].