Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σουσαμόπιτα

From LSJ

Greek Monolingual

και σησαμόπιτα, η, Ν
πίτα από σπόρους σουσαμιού μετά την έκθλιψη του λαδιού τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + πίτα].