σουσαμόπιτα

From LSJ

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source

Greek Monolingual

και σησαμόπιτα, η, Ν
πίτα από σπόρους σουσαμιού μετά την έκθλιψη του λαδιού τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + πίτα].