σουφρώνω

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

Ν
1. (μτβ. και αμτβ.) πτυχώνω, ζαρώνω, ρυτιδώνω
2. μτφ. κλέβω με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σούφρα. Η άποψη ότι ο τ. σουφρώνω < συνοφρυῶ / -ώνω δεν θεωρείται πιθανή].