σοφίς

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek (Liddell-Scott)

σοφίς: -ίδος, ἡ, γυνὴ σοφή, μάγισσα, γόησσα, καὶ σόφισις, εως, ἡ εὐφυΐα, ἐπίνοια, Βυζ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
μάγισσα, γόησσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. αἰχμαλωτίς)].