σοφοποιός

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek (Liddell-Scott)

σοφοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα σοφόν, -ποιέω, -ποίησις καὶ -ποιία, ἡ, ἀπαντῶσι παρὰ τῷ Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που καθιστά κάποιον σοφό, ο δάσκαλος της σοφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -ποιός].