σπήλιο

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το σπήλαιο, η σπηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο με συνίζηση (πρβλ. ελαία: ελιά)].