σπανισμός

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek (Liddell-Scott)

σπανισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Νικήτ. 24D.

Greek Monolingual

ὁ, Μ σπανίζω
η σπανιότητα.