σπερμόφιλος

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. γένος εδαφόβιων σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκει στην οικογένεια σκιουρίδες και περιλαμβάνει 40 περίπου είδη, από τα οποία το είδος Spermophilus citellus απαντά και στην Ελλάδα και είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λαγόγυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermophile (< σπέρμα + φίλος)].