σπουδαιογέλοιος
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
σπουδαιογέλοιον, = σπουδογέλοιος, IG12(8).87 (Imbros).
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαιογέλοιος: -ον, = σπουδογέλοιος, Εὐστ. Πονημάτ. 89. 47.
Greek Monolingual
και σπουδογέλοιος -ον, Α
αυτός που δεν ξεχωρίζει το σοβαρό από το γελοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαῖος / σπουδή + γελοῖος].