σπούδεργος

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek (Liddell-Scott)

σπούδεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ ἐπιμελῶς ἐργαζόμενος, Ἄννα Κομν. 2. 346.