σπούδεργος

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

Greek (Liddell-Scott)

σπούδεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ ἐπιμελῶς ἐργαζόμενος, Ἄννα Κομν. 2. 346.