στάνει
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
English (LSJ)
τείνεται, συμβέβυσται, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τείνεται, συμβέβυσται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το επίθ. στενός.