στάτωρ
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = Lat. stator, usher in a court of law, OGI665.23 (Egypt, i A.D.), IG14.991.6, Supp.Epigr.7.525,526 (Dura).
Greek (Liddell-Scott)
στάτωρ: -ορος, ὁ, = τῷ Λατ. stator, Συλλ. Ἐπιγρ. 4956. 23. - Ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 135 στάτωρος ἡ γενική.