στήσω

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στήσω ind. fut. act. van ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

στήσω: fut. к ἵστημι.