σταθερή

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Russian (Dvoretsky)

στᾰθερή:
1 (sc. γῆ) твердая земля, суша Anth.;
2 (sc. θάλασσα) спокойное море, морская гладь Anth.