σταλαγμόμετρο

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. συσκευή με τη βοήθεια της οποίας γίνεται απαρίθμηση τών σταγόνων που εκρέουν από έναν τριχοειδή σωλήνα, για τη διεξαγωγή ορισμένων υπολογισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalagmometer (< σταλαγμός + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].