σταυράγκαθο

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών με αγκάθια, μεταξύ τών οποίων σημαντικότερα είναι τα είδη Echinops viscosus του γένους εχίνωψ, Pallenis spinosa του γένους παλλενίς και Carthamus leucocaulos του γένους κάρθαμος.