σταυρίσκω

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

Μ
σταυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + επίθημα -(ί)σκω (πρβλ. στερίσκω)].