σταυροποιΐα

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
η σταύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -ποιΐα (< -ποιός)].