στειλαιός

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

German (Pape)

[Seite 933] ὁ, = στειλειά, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στειλαιός: ὁ, = στειλειή, Ἱππ. Ἀγμ. 757, πρβλ. 633. 34.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. στειλεός.