στειλεός

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στειλεός Medium diacritics: στειλεός Low diacritics: στειλεός Capitals: ΣΤΕΙΛΕΟΣ
Transliteration A: steileós Transliteration B: steileos Transliteration C: steileos Beta Code: steileo/s

English (LSJ)

v. στελεός.

Greek Monolingual

και στελεός, ο, ΝΜΑ, και στελιός Ν, και στείλειός και στελειός και στειλαιός Α
1. μακρύ κυλινδρικό ξύλο που χρησιμεύει ως λαβή ή μοχλός διαφόρων εργαλείων, κν. στειλιάρι
2. συνεκδ. λαβή, χερούλι
αρχ.
1. ρόπαλο
2. λείο και μυτερό κυλινδρικό ξύλο με το οποίο βασάνιζαν τους μοιχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στελεά.