στειλεός
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
v. στελεός.
Greek Monolingual
και στελεός, ο, ΝΜΑ, και στελιός Ν, και στείλειός και στελειός και στειλαιός Α
1. μακρύ κυλινδρικό ξύλο που χρησιμεύει ως λαβή ή μοχλός διαφόρων εργαλείων, κν. στειλιάρι
2. συνεκδ. λαβή, χερούλι
αρχ.
1. ρόπαλο
2. λείο και μυτερό κυλινδρικό ξύλο με το οποίο βασάνιζαν τους μοιχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στελεά.