στελεφοῦρος

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

German (Pape)

[Seite 933] ὁ, eine ährentragende Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στελεφοῦρος: ὁ, ποώδης βοτάνη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 2.

Greek Monolingual

ο / στελεφοῦρος, ΝΑ, και στελέφουρος Ν
το φυτό αρνόγλωσσο.