στενοκομιδή
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
Full diacritics: στενοκομῐδή | Medium diacritics: στενοκομιδή | Low diacritics: στενοκομιδή | Capitals: ΣΤΕΝΟΚΟΜΙΔΗ |
Transliteration A: stenokomidḗ | Transliteration B: stenokomidē | Transliteration C: stenokomidi | Beta Code: stenokomidh/ |
ἡ, straitened circum-stances, PThead.17.7 (iv A.D.).
ἡ, Α
1. πενιχρή συγκομιδή
2. (κατ' επέκτ.) οικονομική δυσχέρεια («πάνυ τὴν κώμην ἡμῶν εἰς στενοκομιδὴν ἐλθεῖν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κομιδή (< κομίζω)].