στενόμυαλος

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
στενοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + μυαλό].