στερεοποιώ

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292

Greek Monolingual

στερεοποιῶ, -έω, ΝΜΑ, και στερροποιῶ Α
καθιστώ κάτι στερεό, σκληρό
νεοελλ.
μεταβάλλω υγρό ή αέριο σώμα σε στερεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ)].