στεφανώ

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

(I)
-έω, Μ στέφανος
(σχετικά με γαμήλια τελετή) στέφω, στεφανώνω.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. στεφανώνω.