στηθόκυρτος

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek (Liddell-Scott)

στηθόκυρτος: -ον, ὁ κυρτὸς τὸ στῆθος, πάσχων κύρτωσιν κατὰ τὸ στῆθος, Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παρουσιάζει κύρτωση του στήθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κυρτός.