στοματάρα

From LSJ

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλειmany things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source

Greek Monolingual

η, Ν στόμα, -ατος]
1. μεγάλο στόμα
2. το στόμα του λαίμαργου ή του φλύαρου.