στοματάρα

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

η, Ν στόμα, -ατος]
1. μεγάλο στόμα
2. το στόμα του λαίμαργου ή του φλύαρου.