στούρνος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ο στουρνάρι
1. μεγάλο στουρνάρι
2. μτφ. τελείως άξεστος και ακοινώνητος άνθρωπος
3. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών.