στουρνάρι
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα
2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα»)
3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. στορυνάριον, υποκορ. του στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»].