Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
η, Ν
1. οξύς και ξηρός κρότος
2. φρ. «κάνω στράκες» — προκαλώ ζωηρές εντυπώσεις, κυρίως με την εμφάνισή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από ηχομίμηση του θορύβου που προκαλεί το μαστίγιο των αμαξηλατών].