στρατάομαι
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
German (Pape)
[Seite 950] sich lagern. im Lager stehen, nur in der episch gedehnten Form ἐστρατόωντο, Il. 3, 187. 4, 378, die Buttmann von στρατόομαι herle iten will, das allerdings dcr Analogie gemäß von στρατός abgeleitet wäre.
French (Bailly abrégé)
Pass. (impf. 3ᵉ pl. épq. ἐστρατόωντο) être campé.
Étymologie: στρατός.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτάομαι:
1 располагаться лагерем (ἐστρατόωντο παρ᾽ ὄχθας Σαγγαρίοιο Hom.);
2 идти войной (πρὸς τείχεα Θήβης Hom.).