και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)].