στριγγλίζω

Greek Monolingual

και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν
1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός
2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)].