στρουθόνι

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το φυτό στρουθίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρουθί (I)].