στρουθί

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Silena inflate, του γένους σιληνή, ζιζάνιο του οποίου όμως οι βλαστοί, όταν είναι τρυφεροί, είναι εδώδιμοι, αλλ. στρουθούλα, στρουθόνι ή φουσκούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τις επίσης διαλ. ονομ. του φυτού στρουθούλα και στρουθόνι)].
(II)
το / στρουθίον, ΝΜΑ, και λόγιος τ. στρουθίον Ν, και στρουθίν Μ (στρουθός
ο σπουργίτης
αρχ.
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός στρουθός, σπουργιτάκι
2. το φυτό στρούθειον ή στρούθιον, κν. γνωστό σήμερα ως σαπουνόχορτο
3. το πτηνό συκαλίς
4. κλαδί ή στεφάνι από το φυτό στρούθειον.