συγκάθεσις

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

German (Pape)

[Seite 963] ἡ das Mitherablassen, – die Nach. giebigkeit, καὶ ὕφεσις, Plut. Ant. 51, v. l. συγκατάθεσις.

Greek Monolingual

-έσεως, ἡ, Α
(δ. γρφ·) βλ. συγκατάθεση.