συγκαταπλέω
From LSJ
Full diacritics: συγκαταπλέω | Medium diacritics: συγκαταπλέω | Low diacritics: συγκαταπλέω | Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΠΛΕΩ |
Transliteration A: synkatapléō | Transliteration B: synkatapleō | Transliteration C: sygkatapleo | Beta Code: sugkataple/w |
sail into port with, of a pilot, PHib.1.38.4 (iii B.C.); sail down the Nile with, PCair.Zen.299.4 (iii B.C.), PMich.Zen.46.9 (iii B.C.).
συγκαταπλέω: καταπλέω ὁμοῦ, Μ. Ψελλ. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 321.
ΝΑ
καταπλέω ταυτοχρόνως με κάποιον.