συγκατορύττω

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. συγκατορύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατορύττω, Ion. συγκατορύσσω, samen (met...) begraven, met acc. en dat.