συγκλώ

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ' ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.)
2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω
3. παθ. συγκλῶμαι, -άομαι
α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος
β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις) τσακίζομαι, συντρίβομαι («τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλῶ «θραύω, σπάζω, συντρίβω»].