συλέομαι

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Russian (Dvoretsky)

σῡλέομαι: красть, похищать (κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Theocr.).