αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
σῡλέομαι: красть, похищать (κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Theocr.).