συλέομαι

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Russian (Dvoretsky)

σῡλέομαι: красть, похищать (κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Theocr.).