συμπαρακολουθώ

Greek Monolingual

-έω, Α παρακολουθῶ
1. πηγαίνω, πορεύομαι μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο
2. παρακολουθώ την πορεία κάποιου («καλώς τῷ λόγῳ ξυμπαρηκολούθηκας», Πλάτ.).