συμπεθεριά
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek Monolingual
η / συμπε(ν)θερία, ΝΜ [[συμπέ(ν)θερος]]
1. η εξ αγχιστείας συγγένεια
2. συνεκδ. συνοικέσιο, προξενιό.