συμπολεμώ

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

συμπολεμῶ, -έω, ΝΜΑ πολεμώ
πολεμώ μαζί με άλλους, μετέχω σε πόλεμο ή σε αγώνα μαζί με άλλους, μάχομαι από κοινού.