συμπότις

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek (Liddell-Scott)

συμπότις: συμπότρια, θηλυκὰ τοῦ συμπότης, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. συμπότης.